προκατοχή

προκατοχή
ἡ, Μ [προκατέχω]
η εκ τών προτέρων κατοχή ή κατάληψη («ταῑς τῶν ἀναγκαίων τόπων προκατοχαῑς», Παχυμ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • προκάτοχος — ο, θηλ. και προκάτοχη, Ν [προκατέχω] 1. ο προηγούμενος κάτοχος («ο προκάτοχος τού αυτοκινήτου ήταν πολύ απρόσεκτος») 2. το αρσ. ως ουσ. ο προκάτοχος (κυρίως για θέση ή αξίωμα) αυτός που κατείχε προηγουμένως μια θέση («οι προκάτοχοί του στο… …   Dictionary of Greek

  • προκάτοχος, -ος — και η, ο 1. ο προηγούμενος κάτοχος: Ο προκάτοχος της επιχείρησης. 2. προηγούμενος: Η προκάτοχη κυβέρνηση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”